Το Alpe d’Huez είναι ένα μικρό χωριό των Άλπεων στην περιοχή Huez, στα 1800 έως 2000 μέτρα. Οι ιδιαίτερα δραστήριοι τοπικοί φορείς, το φυσικό του τοπίο και η γραφική ανάβαση των 13ων χιλιομέτρων με τις 21 φουρκέτες το μετέτρεψαν σε έναν από τους θρύλους του Γύρου Γαλλίας, που αποτελεί πλέον την πιο φημισμένη ανάβαση τερματισμού.
Το χωριό είναι πλέον επίκεντρο αθλητικού τουρισμού και προσφέρει εγκαταστάσεις για αθλητές του σκι, της ποδηλασίας δρόμου, βουνού και downhill, της σκοποβολής, της ιππασίας, της πεζοπορίας και για κάθε λάτρη του βουνού.
Εδώ και 17 χρόνια κάθε Ιούλιο διοργανώνεται επίσης το Alpe d’Huez Triathlon, που ξεκινά από τη λίμνη Verney, από τις εγκαταστάσεις της εταιρίες ηλεκτρισμού EDF (η οποία είναι και βασικός χορηγός του αγώνα).
Η διοργάνωση περιλαμβάνει πλέον δύο αποστάσεις (M και L), όπως επίσης ένα δίαθλο (D) και παιδικό αγώνα.
Η πρώτη εντύπωση από την προσέγγιση στο Alpe d’Huez, ανεβαίνοντας τις περιβόητες φουρκέτες του, είναι ότι ο δρόμος ανήκει στους ποδηλάτες κι όχι στα οχήματα.
Οι οδηγοί περιμένουν με υπομονή να βρουν την ευκαιρία να προσπεράσουν αφήνοντας απόσταση ασφαλείας, χωρίς βιασύνη ή κορνάρισμα, κι αυτό το βρίσκουν φυσιολογικό, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία είναι και οι ίδιοι ποδηλάτες. Άνθρωποι σε όλες τις ηλικίες, άνδρες και γυναίκες (πάρα πολλές γυναίκες!), με κάθε είδους ποδήλατο κάνουν την προσπάθειά τους ανεβαίνοντας τις φουρκέτες από την αρχή της ημέρας μέχρι τη δύση του ήλιου.
Βρεθήκαμε λοιπόν σε αυτόν τον ποδηλατικό παράδεισο για την εβδομάδα του τριάθλου και καταλάβαμε ότι τα stand έξω από όλα τα καταστήματα δεν είχαν στηθεί για τον αγώνα, αλλά ήταν μόνιμα εκεί. Ότι κανείς δεν θα πείραζε το ποδήλατό σου αν έμπαινες για λίγο να ψωνίσεις.
Η αρχική ανησυχία μας για το αν είναι ασφαλές να αφήσουμε το ποδήλατο του αγώνα στα stand στο parking του ξενοδοχείου, δεν έγινε εύκολα κατανοητή στο γκισέ του ξενοδοχείου. Σιγά σιγά όμως αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε τη νοοτροπία των ανθρώπων που κυκλοφορούσαν εκεί και πόσο διαφορετική ήταν η προσέγγισή τους.
Η δομή του αγώνα δεν είναι αυτή του τυπικού τριάθλου, αφού ξεκινά και τερματίζει σε διαφορετικά σημεία και απαιτεί δύο ζώνες αλλαγής. Το κολύμπι στη λίμνη είναι ένας γύρος από 2200μ και 1200μ για τις δύο αποστάσεις και η θερμοκρασία του νερού χαμηλή (16 βαθμοί φέτος), καθώς περιτριγυρίζεται από βουνά και βρίσκεται στα 725 μέτρα.
Το Τ1 βρίσκεται μέσα στον προαύλιο χώρο του EDF. Για τη μεγάλη απόσταση η διαδρομή καλύπτει 120χλμ με 3200 μέτρα θετική υψομετρική και περιλαμβάνει αναβάσεις στο Grand Serre (άλλο βουνό των Άλπεων) καταλήγοντας στη μυθική για την ποδηλασία ανάβαση του Alpe d’Huez, στα 1850 μέτρα.
Για τη μικρή απόσταση οι αθλητές παίρνουν κατευθείαν τον δρόμο προς το Alp d’ Huez, διανύοντας 28χλμ. Σε όλο το μήκος της διαδρομής οι δρόμοι είναι ανοιχτοί στην κυκλοφορία, ενώ η συμπεριφορά των οδηγών ήταν πρωτόγνωρη για τα Ελληνικά δεδομένα: περίμεναν υπομονετικά μέχρι να βρουν χώρο να περάσουνε με ασφάλεια, αφήνοντας πάντα τουλάχιστον ένα μέτρο απόσταση.
Στο Τ2, στο γήπεδο ποδοσφαίρου του χωριού όπου βρίσκεται και η αψίδα τερματισμού, ο αθλητής ξεκινά το τρέξιμο σε γύρους των 6,5χλμ (ένας για τη μικρή απόσταση και τρεις για τη μεγάλη), περνώντας μέσα από το διάδρομο του αεροδρομίου (Alpe d’Huez altiport). Η θετική υψομετρική του γύρου είναι 110μέτρα (330 για τη μεγάλη απόσταση) κι έχει την επιπλέον δυσκολία (για τα δικά μας δεδομένα) ότι βρίσκεται στα 2000μ υψόμετρο, κάνοντας την αναπνοή μετά από τόσες ώρες μέσα στον αγώνα, αρκετά δυσκολότερη.
Ο φετινός αγώνας ήταν ο πολυπληθέστερος, με 1600 συμμετοχές στη μεγάλη απόσταση, 1600 στη μικρή και 700 στο δίαθλο. Το γεγονός ότι είναι τοπικός αγώνας – κι όχι κάποιας μεγάλης εταιρίας διοργανώσεων – τον κάνουν μάλλον λιγότερο γνωστό και περισσότερο αγαπητό σε λάτρεις της ποδηλασίας, λόγω της φημισμένης ανάβασης, γι αυτό και οι περισσότερες συμμετοχές προέρχονται από τις «χώρες της ποδηλασίας» (Γαλλία, Βέλγιο, Ιταλία, Ισπανία κλπ).
Η δυσκολία του αγώνα είναι ιδιαίτερη και στις δύο αποστάσεις. Η μεγάλη απόσταση απαιτεί εμπειρία σε αγώνες τριάθλου μεγάλων αποστάσεων και σε ποδηλατικές αναβάσεις, ενώ η μικρή απόσταση είναι σαφώς δυσκολότερη από ένα τυπικό ολυμπιακό τρίαθλο. Φέτος ο πρώτος άνδρας τερμάτισε τη μεγάλη απόσταση σε χρόνο 5:45 και η πρώτη γυναίκα σε 6:37, ενώ ο τελευταίος συμμετέχων σε 12:33 από τους 1300 που κατάφεραν να τερματίσουν. Στη μικρή απόσταση, με 1400 τερματίσαντες, ο πρώτος άνδρας είχε χρόνο 1:52 και η πρώτη γυναίκα 2:10, ενώ ο τελευταίος 5:05.
Η συμμετοχή μου σε αυτόν τον αγώνα υπήρξε μια από τις πιο πολύτιμες αγωνιστικές μου εμπειρίες σε αυτή τη δεκαετία που ασχολούμαι με το τρίαθλο, με ειδικές απαιτήσεις σε προπόνηση, οργάνωση και διαχείριση δυνάμεων. Γι αυτό οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον προπονητή μου, που μου πρότεινε να συμμετέχω (γνωρίζοντας την αγάπη μου για τις ποδηλατικές αναβάσεις), που με καθοδήγησε σε όλη τη διαδικασία της προετοιμασίας, της συμμετοχής αλλά και της αποκατάστασης, ώστε να μην υπάρχει τελικά ούτε ένα απρόοπτο και να μπορέσω να απολαύσω αυτή την ιδιαίτερη τριαθλητική εμπειρία.